υπερθεματίζω

υπερθεματίζω
ὑπερθεματίζω ΝΜ
προσφέρω την πιο υψηλή τιμή σε πλειστηριασμό, πλειοδοτώ
νεοελλ.
μτφ. υπερβάλλω, ξεπερνώ, τονίζω ακόμη περισσότερο («ο κ. υπουργός εγκρίνει τις δηλώσεις τών υφισταμένων του και υπερθεματίζει»)
μσν.
προχωρώ πέρα από το θέμα, από την επαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η πρώτη, κοινή σημ. < ὑπέρθεμα, -ατος. Για τη νεοελλ. σημ. πρβλ. αναθεματίζω, ενώ η μσν. σημ. < θέμα «επαρχία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑπερθεματίζω — overbid pres subj act 1st sg ὑπερθεματίζω overbid pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερθεματίζω — υπερθεματίζω, υπερθεμάτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υπερθεματίζω — υπερθεμάτισα 1. αμτβ., προσφέρω ανώτερη τιμή σε πλειστηριασμό, πλειοδοτώ: Υπερθεμάτισε σε πλειστηριασμό και πήρε το πιάνο. 2. μτφ., υπερβάλλω κάποιον σε διαβεβαιώσεις (σε επαίνους, κατηγορίες κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερθεματισμός — ο / ὑπερθεματισμός, ΝΜ [ὑπερθεματίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπερθεματίζω, η προσφορά υψηλότερης τιμής σε πλειστηριασμό, πλειοδοσία νεοελλ. 1. (νομ.) έγγραφο αγοραπωλησίας με το οποίο οι συναλλασσόμενοι επιφυλάσσονται να θεωρήσουν την… …   Dictionary of Greek

  • υπερθεμάτιση — η, Ν [ὑπερθεματίζω] υπερθεματισμός …   Dictionary of Greek

  • υπερθεματιστής — ο / ὑπερθεματιστής, ΝΜ [ὑπερθεματίζω] πλειοδότης …   Dictionary of Greek

  • πλειοδοτώ — πλειοδότησα, δίνω, προσφέρω μεγαλύτερη τιμή σε δημοπρασία, υπερθεματίζω: Στη δημοπρασία πλειοδότησε ο Γ.Π …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερθεματίσας — ὑπερθεματίσᾱς , ὑπερθεματίζω overbid aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”